- συμπαιγνία
- collusion
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
συμπαιγνία — συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc/acc dual συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαιγνία — η τέχνασμα μετά συνεννόηση δύο ή περισσότερων ατόμων για εξαπάτηση κάποιου: Αποκαλύφτηκε η συμπαιγνία τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαιγνία — η, ΝΑ τέχνασμα που καταστρώνεται κρυφά από δύο ή περισσότερα άτομα με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνηση ενός τρίτου, σκευωρία νεοελλ. φρ. «εκ συμπαιγνίας» με δόλο, απατηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παιγνία «το παιχνίδι, η παιδιά» (<… … Dictionary of Greek
συμπαιγμός — ὁ, Α [συμπαίζω] συμπαιγνία … Dictionary of Greek